ῥομβοειδεῖς

ῥομβοειδεῖς
ῥομβοειδής
rhombus-shaped
masc/fem acc pl
ῥομβοειδής
rhombus-shaped
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • SCUTUM — I. SCUTUM Graece θυρεὸς, Romanae armaturae genus, cuius latitudo curvae superficiei pedum duorum semis, longitudo pedum quatuor; maiori additi amplius quatuor digiti, duplici tabulato, glutino taurino, linteolo infuso compactum; exterior… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • βοθρόδενδρο — Γένος πτεριδοφύτων της οικογένειας των βοθροδενδριδών που περιλαμβάνει μόνο απολιθώματα. Τα είδη που αναφέρονται σε αυτότο γένος έφταναν σε ύψος τα 30 μ. Ο κορμός τους στερεωνόταν με τέσσερις οριζόντιες ρίζες σε σταυροειδή διάταξη και σκεπαζόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”